συναριθμοῦμαι

συναριθμοῦμαι
συναριθμέω
reckon in
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
συναριθμέω
reckon in
pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναριθμώ — συναριθμῶ, έω, ΝΜΑ αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω αρχ. 1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο 2. μέσ. συναριθμοῡμαι, έομαι συμμετέχω σε πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”